Εκτύπωση
Κατηγορία: Νόμοι
Εμφανίσεις: 6073

 

ΝΟΜΟΣ 3610/2007
 

Aντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις.

(ΦΕΚ Α 258/22/11/2007)

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ

 

¶ρθρο 1

Σύσταση Εθνικού Συμβουλίου για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής

 

 

 

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών Εθνικό Συμβούλιο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.

Το Συμβούλιο αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για θέματα που σχετίζονται με τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση και περιορισμό του προβλήματος της φοροδιαφυγής.

2. Αρμοδιότητες του Συμβουλίου αποτελούν:

α. H υποβολή προτάσεων για τη λήψη μέτρων σε θέματα που σχετίζονται με τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας, ιδίως στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με ιδιαίτερη έμφαση στο Φ.Π.Α., καθώς και σε θέματα λαθρεμπορίου και εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας με σκοπό τον περιορισμό της φοροδιαφυγής στην άμεση και έμμεση φορολογία.

β. Η υποβολή προτάσεων που σκοπεύουν στην απλοποίηση ή και στην κατάργηση διαδικασιών για την άμεση εξυπηρέτηση των φορολογουμένων.

γ. Η υπόδειξη διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που δημιουργούν κατά την εφαρμογή τους σύγχυση και είναι επιδεκτικές διαφόρων ερμηνειών.

δ. Η συζήτηση όλων των προτάσεων που υποβάλλονται από οποιονδήποτε παραγωγικό φορέα, από Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και λοιπές δημόσιες υπηρεσίες που άπτονται θεμάτων περιορισμού της φοροδιαφυγής και άλλων συναφών θεμάτων.

 

 

¶ρθρο 2

Συγκρότηση Συμβουλίου

 

1. Το Συμβούλιο αποτελείται από:

α. τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ως Πρόεδρο

β. τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών αρμόδιο επί φορολογικών θεμάτων, ως Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει και τον Πρόεδρο σε περίπτωση κωλύματός του

γ. τον Γενικό Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

δ. τον Γενικό Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων

ε. έναν Αντιπρόεδρο ή Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

στ. τον Ειδικό Γραμματέα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.)

ζ. τον Γενικό Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

η. τον Γενικό Διευθυντή Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

θ. τον Γενικό Διευθυντή Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Επίσης, στο Συμβούλιο μετέχουν ως μέλη οι νόμιμοι εκπρόσωποι των παρακάτω φορέων:

α. Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.)

β. Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.)

γ. Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.)

δ. Ελληνική Ένωση Τραπεζών

ε. Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.)

στ. Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.)

ζ. Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπορίου Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.)

η. Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος

θ. Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών

ι. Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.)

ια. Ελληνική Εταιρία Φορολογικού Δικαίου και Δημοσιο νομικών Μελετών

ιβ. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών

ιγ. Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος

ιδ. Των Πανελληνίων Ενώσεων Λογιστών

ιε. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος

ιστ. ΠΟΕ – Δ.Ο.Υ.

ιζ. Ομοσπονδία Τελωνειακών

ιη. Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων.

Στο ως άνω Συμβούλιο δύνανται να συμμετέχουν και εκπρόσωποι των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να τροποποιείται η συγκρότηση του Συμβουλίου, τόσο ως προς τον αριθμό όσο και τις ιδιότητες των μελών.

Ομοίως με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να συνιστάται Ομάδα Εργασίας για τη συνδρομή του έργου του Συμβουλίου, καθώς και για τη μελέτη ειδικών θεμάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου.

3. Για τη συμμετοχή των μελών στο Συμβούλιο δεν καταβάλλεται αποζημίωση.

 

 

¶ρθρο 3

Λειτουργία του Συμβουλίου

 

1. Το Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικώς ανά εξάμηνο και εκτάκτως μετά από πρόσκληση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

2. Ο Πρόεδρος συγκαλεί το Συμβούλιο και ορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και τον τόπο της συνεδρίασης.

3. Την υποστήριξη της εν γένει λειτουργίας του Συμβουλίου έχει η Διεύθυνση Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται και άλλα θέματα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του Συμβουλίου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 

¶ρθρο 9
Κωδικοποίηση δαπανών επιχειρήσεων


Στο τέλος της παραγράφου 21 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Στον επόμενο μήνα μετά την έκδοση των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που ορίζονται από την παράγραφο αυτή, εκδίδεται νέα απόφαση του ίδιου Υπουργού η οποία περιλαμβάνει συγκεντρωτικά και κατά κατηγορία όλες τις δαπάνες των οποίων η αναγνώριση ή μη από το φορολογικό έλεγχο είναι υποχρεωτική, καθώς και τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται, όπως αυτές έχουν ορισθεί με όλες τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίες έχουν εκδοθεί από το έτος 2005 μέχρι τον ως άνω οριζόμενο χρόνο.»

 

 

¶ρθρο 10
Σύσταση Μονάδας Φορολογικής Πολιτικής


1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν. 1682/1987 (ΦΕΚ 14 Α΄) μετά το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ προστίθε νται δύο νέες περιπτώσεις γ΄ και δ΄ που έχουν ως εξής:

«γ) Μονάδα Φορολογικής Πολιτικής, στην οποία συνι στώνται δέκα (10) ενιαίες θέσεις ειδικών ερευνητών και επιστημόνων συνεργατών.
δ) Γραμματεία αυτής, στην οποία προΐσταται οικονομο λόγος που έχει την απαιτούμενη κατάρτιση και εμπειρία.
Το έργο της Γραμματείας υποβοηθείται από υπαλλήλους του κλάδου ΔΕ Εφοριακών.»

2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν.1682/1987 πριν από το τελευταίο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

«Ομοίως τα ίδια προσόντα που αναφέρονται στο προ ηγούμενο εδάφιο απαιτούνται και για την κάλυψη των θέσεων του ειδικού ερευνητή ή επιστήμονα συνεργάτη στη Μονάδα Φορολογικής Πολιτικής με σχετική αξιόλογη εμπειρία στα αντικείμενα της συγκεκριμένης Μονάδας.»

3. Στην περίπτωση 1 του άρθρου 5 του ν.1682/1987 προ στίθενται νέες περιπτώσεις ζ΄, η΄, θ΄ και ι΄ που έχουν ως εξής:

«ζ) Να παρακολουθεί, να αναλύει και να αξιολογεί την εφαρμογή των ληφθέντων μέτρων φορολογικής πολιτικής στην πράξη.
η) Να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα της φορολογικής πολιτικής και αυτές που μελετώνται ή λαμβάνουν χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
θ) Να υποβάλλει προτάσεις φορολογικής πολιτικής στα πλαίσια των γενικών κατευθύνσεων της κυβερνητικής πολιτικής.
ι) Να γνωμοδοτεί σε κάθε άλλο συναφές θέμα εφαρμο σμένης φορολογικής πολιτικής, που παραπέμπεται σε αυτό από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.»

 

 

¶ρθρο 11
Ρύθμιση θεμάτων θέσεων προσωπικού των Δ.Ο.Υ. και Ελεγκτικών Κέντρων


1. Οι εφοριακοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εργασίας Ελεγκτών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), στα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.) και στα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) διακρίνονται σε Ελεγκτές:

i) βιβλίων Α΄−Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992) και
ii) βιβλίων Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ..

Οι Ελεγκτές Βιβλίων Γ΄ κατηγορίας διακρίνονται σε Ελε γκτές Βιομηχανικών Επιχειρήσεων και σε Ελεγκτές Εμπο ρικών Επιχειρήσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορί ζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης.
2. Οι εφοριακοί ελεγκτές που υπηρετούν στα Διαπερι φερειακά και Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ. και Π.Ε.Κ.) αξιολογούνται υποχρεωτικά ανά τετραετία και μπο ρούν να υπηρετήσουν σε θέση εργασίας ελεγκτή συνολικά έως δύο τετραετίες. Οι υπηρετούντες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, άνω των τεσσάρων (4) ετών σε θέση ελεγκτή των Δ.Ε.Κ. ή Π.Ε.Κ. μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη θέσεως ελεγκτή, για μία (1) μόνο τετραετία ακόμη.
Οι θέσεις των Ελεγκτών στα Ελεγκτικά Κέντρα προκη ρύσσονται, ανά τετραετία και πληρούνται με επιλογή και τοποθέτηση εφοριακών υπαλλήλων, ύστερα από αξιολόγη ση των προσόντων όλων των αιτούντων. Τα προσόντα και οι συντελεστές βαρύτητας αυτών, οι προϋποθέσεις θεμελίω σης του δικαιώματος υποβολής αίτησης υποψηφιότητας για τη θέση του Ελεγκτή, τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολο γούνται, ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρ μογή της διάταξης αυτής, ορίζονται και ανακαθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πριν από την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων.
Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η αξιολόγηση των Ελεγκτών θα ολοκληρωθεί μέχρι την 30.4.2008.
Κάθε αντίθετη με το παρόν διάταξη παύει να ισχύει.

 

¶ρθρο 12
Ρύθμιση θεμάτων προσωπικού των ΕΛ.Υ.Τ. και Τελωνείων


1. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις Ελεγκτικές Υπηρεσί ες Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής, Θεσσαλονίκης και Πάτρας, καθώς και στα παραρτήματά τους, αξιολογούνται υποχρε ωτικά ανά τετραετία και μπορούν να υπηρετήσουν στην ίδια θέση συνολικά για μία μόνο τετραετία.
Τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογούνται οι υπάλ ληλοι, ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρ μογή της διάταξης αυτής, ορίζονται και ανακαθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν από την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων.
Με την ίδια ως άνω απόφαση μπορούν να ορίζονται, πέ ραν των ΕΛ.Υ.Τ. και άλλες Τελωνειακές Αρχές της Χώρας στις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις.
2. Οι ανωτέρω υπάλληλοι που υπηρετούν, κατά τη δημοσί ευση του παρόντος, σε θέσεις εργασίας άνω των τεσσάρων (4) ετών, μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη της ίδιας θέσης για μία μόνο τετραετία ακόμη.
3. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η αξιολόγη ση των υπαλλήλων των Υπηρεσιών θα ολοκληρωθεί μέχρι την 30.4.2008.
Κάθε αντίθετη με το παρόν διάταξη παύει να ισχύει.

 

 

¶ρθρο 13
Σύσταση Τμημάτων στη Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών


1. Στη Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων συστήνε ται ΣΤ΄ Τμήμα με τίτλο «Τμήμα Παρακολούθησης Χρεών», με αρμοδιότητες τη μελέτη και επεξεργασία των χρεών των οφειλετών στις Δ.Ο.Υ., την ανάληψη του έργου της προεργασίας και τον υπολογισμό των σχετικών δεικτών ανά Δ.Ο.Υ., τη στοχοθεσία είσπραξης οφειλών, την πα ρακολούθηση της πορείας επίτευξης του στόχου και την παροχή των σχετικών οδηγιών. Του Τμήματος προΐσταται υπάλληλος του κλάδου Εφο ριακών Κατηγορίας ΠΕ.
2. Στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών συστήνεται Αυτοτελές Τμήμα, το οποίο υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Γενικής Δι εύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), με τίτλο «Τμήμα Παρακολούθησης Εσόδων και Χρεών στα Τελωνεία».
Το Τμήμα αυτό έχει τις εξής αρμοδιότητες:

α. την παρακολούθηση των εσόδων ανά Τελωνείο,
β. τη μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν χρέη των οφειλετών στα Τελωνεία,
γ. την ανάληψη του έργου της προεργασίας και τον υπο λογισμό των σχετικών δεικτών ανά Τελωνείο,
δ. τη στοχοθεσία είσπραξης οφειλών, καθώς και την πα ρακολούθηση της πορείας επίτευξης του στόχου και
ε. την παροχή σχετικών οδηγιών.

Του Τμήματος Παρακολούθησης Εσόδων και Χρεών στα Τελωνεία προΐσταται υπάλληλος με βαθμό Α΄ του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών.

 

 

¶ρθρο 14
Περιορισμοί στην εργασία συνταξιούχων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών


Συνταξιούχοι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που έχουν διατελέσει κατά την τελευταία εξαετία πριν από τη συνταξιοδότησή τους Διευθυντές ή Προϊστάμενοι Διεύθυνσης ή Υποδιευθυντές ή Γενικοί Διευ θυντές ή Προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης, δεν μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες ή να απασχολούνται με σχέση εξαρτη μένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη συνταξιοδότησή τους. Εξαιρούνται οι φορείς του ευρύ− τερου δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), όπως συμπληρώθηκε και ισχύει με τις διατάξεις των νόμων 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), 1943/1991 (ΦΕΚ 43 Α΄), 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄) και 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α΄).
Η παρούσα διάταξη ισχύει για τους συνταξιοδοτούμενους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

¶ρθρο 15
Κατάθεση στη Βουλή έκθεσης απολογισμού του ελεγκτικού έργου και δηλωθέντων εισοδημάτων φορολογουμένων

 

Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου κάθε έτους κατατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών στην Επιτρο πή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής έκθεση επί της πορείας των εσόδων, της δραστηριότητας των αρμόδιων υπηρεσιών και των αποτελεσμάτων του ελέγχου για την περιστολή της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, καθώς και στατιστικά στοιχεία της εκκαθάρισης των δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, ανα φορικά με τα δηλωθέντα εισοδήματα, την κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των επαγγελματικών τάξεων και λοιπά συναφή στοιχεία που αφορούν το προηγούμενο έτος.

 

 

¶ρθρο 16
Διασταυρώσεις στοιχείων


Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις διασταυρώ σεις που διενεργεί η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) στα στοιχεία των φορολογουμένων θα αποστέλλονται με επιστολή απευθείας στους φορολο γουμένους με ταυτόχρονη κοινοποίηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Με την ίδια επιστολή θα καλούνται οι φορολογούμενοι, εφόσον συμφωνούν με τα αποτελέσματα της διασταύ ρωσης, να υποβάλουν εντός είκοσι (20) ημερών αρχική ή συμπληρωματική δήλωση και θα ενημερώνονται για τις προβλεπόμενες από τις ισχύουσες διατάξεις κυρώσεις.
Σε περίπτωση που διαφωνούν με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης θα ενημερώνουν την αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός  της ανωτέρω προθεσμίας.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

 

¶ρθρο 17
Μετάδοση και ανατροφοδότηση ελεγκτικών γνώσεων και εμπειριών


Οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών υποχρεούνται να ενημερώνουν τη Διεύθυνση Ελέγχου για τους τρόπους και μεθόδους φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για τις ασάφειες και αδυ ναμίες της φορολογικής νομοθεσίας που διαπιστώνουν οι ελεγκτές κατά τους διενεργούμενους ελέγχους.
Η Διεύθυνση Ελέγχου μεριμνά για την αξιολόγηση, την επεξεργασία, την προώθηση των απαιτούμενων νομοθε τικών ρυθμίσεων σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύν σεις και τη διοχέτευση των σχετικών οδηγιών σε όλες τις Ελεγκτικές Υπηρεσίες.
Ειδικά για τις περιπτώσεις πλαστών και εικονικών τιμο λογίων η Διεύθυνση Ελέγχου και οι Προϊστάμενοι των Ελε γκτικών Υπηρεσιών και των Δ.Ο.Υ. μεριμνούν για την άμεση ενημέρωση βάσης δεδομένων που τηρείται στη Γ.Γ.Π.Σ. για το σκοπό αυτόν.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται κάθε σχετική με το θέμα λεπτομέρεια.

 

 

¶ρθρο 18
Έκδοση εγχειριδίου για τους φορολογικούς ελέγχους

 

Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, εκδίδει εγ χειρίδιο το οποίο περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υπο χρεώσεις των φορολογουμένων, καθώς και των ελεγκτών σχετικά με το φορολογικό έλεγχο, τις δυνατότητες που προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις για την αμφισβήτη ση από τους φορολογουμένους των αποτελεσμάτων του ελέγχου, τις προθεσμίες άσκησης των ενδίκων μέσων, τις προβλεπόμενες ποινές και πρόστιμα και τις μειώσεις αυτών εφόσον υπάρξει διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Tο εγχειρίδιο αυτό επιδίδεται από τον ελεγκτή στον ελεγχόμενο την πρώτη ημέρα του ελέγχου.
Το ανωτέρω εγχειρίδιο δεν αποτελεί ουσιαστικό στοι χείο της ελεγκτικής διαδικασίας αλλά έχει αποκλειστικά ενημερωτικό χαρακτήρα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


¶ρθρο 19
Φορολογία τόκων από καταθέσεις και ομολογιακά δάνεια


1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του ν.2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Οι τόκοι, οι οποίοι προκύπτουν από ομολογίες που εκδίδουν στην ημεδαπή επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους τόκους που προκύπτουν από ομολογίες τις οποίες εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ελλάδα.»

2. Για τους τόκους που προκύπτουν από ομολογιακά δά νεια που εκδίδουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στην αλλο δαπή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. ανεξάρτητα από το χρόνο έκδοσης του ομολογιακού δανείου. Όταν δικαι ούχοι των τόκων αυτών είναι κάτοικοι αλλοδαπής αυτοί απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος.

3. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) Καταθέσεις τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεται ρισμού του ν.1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄) σε άλλες τράπεζες στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, στις οποίες συμπερι λαμβάνονται και οι υποχρεωτικές ή μη καταθέσεις αυτών στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και από καταθέσεις του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της Ελλάδος.»

4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τόκους καταθέσεων που προκύπτουν από την 1.1.2007 και μετά.

 

¶ρθρο 20
Προσδιορισμός Ελάχιστου Κόστους Κατασκευής Οικοδομών


1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 35 του Κώδικα Φο ρολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Για τις οικοδομές που ανεγείρονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με εξαίρεση τις οικοδομές που κατα σκευάζονται από πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 34 και οι οποίες υπάγονται στο φόρο προστιθέμενης αξί ας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κώδικα Φ.Π.Α., που έχει κυρωθεί με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), καθιερώνεται σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού του ελάχιστου συνολικού κόστους κατασκευής της οικοδομής και των ελάχιστων ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο συνολικό κόστος αυτής.
Ως «κόστος» λαμβάνεται το καθαρό κατασκευαστικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει την αξία αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, με το φόρο προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στην αξία αυτών. Οι ασφαλιστικές εισφορές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του πιο πάνω κόστους.
Εξαιρετικά, επί μέρους εργασίες που γίνονται χωρίς την ανάθεσή τους σε εργολάβο ή υπεργολάβο, αλλά με τη χρησιμοποίηση ημερομισθίων τεχνιτών και εργατών, πο σοστό μέχρι το είκοσι τοις εκατό (20%) του ελάχιστου συνολικού κόστους, μπορεί να καλύπτεται από τις αμοιβές των προσώπων αυτών.
2. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου κόστους των οικοδομών και των ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών λαμβάνονται υπόψη:

α) οι τιμές εκκίνησης κόστους κατά τετραγωνικό μέτρο, οι οποίες αναπροσαρμόζονται με βάση τη μεταβολή του δείκτη κόστους κατασκευής κτιρίων της Εθνικής Στατιστι κής Υπηρεσίας της Ελλάδος,

β) οι συντελεστές αναγωγής των βοηθητικών χώρων των διαφόρων κατηγοριών οικοδομών σε κύριους χώρους αυτών,
γ) οι συντελεστές αυξομείωσης των τιμών εκκίνησης, για τον προσδιορισμό του συνολικού κόστους, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κτιρίου, όπως μέγεθος, ποιότητα, αριθμός όψεων και
δ) οι πίνακες των ελάχιστων ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο συνολικό κόστος. Σε επί μέρους εργασίες ή σε κτίρια με ιδιαιτερότητες, όπου δεν ορίζονται ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής, αυτά καθορίζονται από το μηχανικό μελετητή της οικοδομής πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας.

Μετά το πέρας των εργασιών, τα πρόσωπα της παραγρά φου 1 υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τελικό πίνακα με τα τελικά ποσά κόστους των επί μέρους εργασιών, τα πλήρη στοιχεία των εργολάβων, υπεργολά βων και προμηθευτών, το συνολικό αριθμό των εκδοθέντων στοιχείων και τη συνολική αξία τους.
Εάν κατά την εκτέλεση των εργασιών υπάρξουν μετα βολές στα ποσοστά συμμετοχής του αρχικού πίνακα, ο υπόχρεος συμπληρώνει στον τελικό πίνακα τα αναθεωρη μένα ποσοστά συμμετοχής με αιτιολόγηση των μεταβολών αυτών.
Η προσκόμιση βεβαίωσης της αρμόδιας για τη φορο λογία εισοδήματος δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του ιδιοκτήτη ή της επιχείρησης κατασκευής και πώλησης οι κοδομών, για τις οικοδομές που δεν υπάγονται σε φόρο προστιθέμενης αξίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κώδικα Φ.Π.Α., από την οποία προκύπτει η υποβολή των πινάκων που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελική ηλεκτρο δότηση της οικοδομής.»

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολο γίας Εισοδήματος, αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Τα ακαθάριστα έσοδα που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των εργολάβων, υπεργολά βων και γενικά επιτηδευματιών που ανεγείρουν οικοδομές ή εκτελούν οποιαδήποτε επί μέρους εργασία σε ανεγειρόμε νη οικοδομή των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 35, δεν μπορεί να είναι κατώτερα από εκείνα που προκύ πτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Τυχόν προκύπτοντα επιπλέον ακαθάριστα έσοδα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος, θεωρούνται ως ακαθάριστα έσοδα της χρήσης μέσα στην οποία υποβλήθηκε ο τελικός πίνακας της παραγράφου 2 του άρθρου 35.»

3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολο γίας Εισοδήματος καταργείται και οι παράγραφοι 3, 4 και 5 αναριθμούνται σε 2, 3 και 4 αντίστοιχα.
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολο γίας Εισοδήματος, όπως αναριθμήθηκε με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Στην περίπτωση κατά την οποία το συνολικό κόστος, όπως προσδιορίζεται στον τελικό πίνακα, είναι κατώτερο του ελάχιστου συνολικού κατασκευαστικού κόστους, όπως προκύπτει κατΆ εφαρμογή του άρθρου 35, οι υπόχρεοι κατα βάλλουν αυτοτελές πρόστιμο ισόποσο με τη διαπιστούμενη διαφορά του φόρου προστιθέμενης αξίας.»

5. Οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παρα γράφου 1 του άρθρου 35 του ν.2238/1994, όπως αντικαθίστα νται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ισχύουν για οικοδομές των οποίων οι άδειες ανέγερσης εκδίδονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Οι υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυ βερνήσεως.

 

 

¶ρθρο 21
Ρυθμίσεις θεμάτων Φ.Π.Α.


Οι παρακάτω διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., ο οποίος κυ ρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), τροποποιούνται ως εξής:

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 προστίθεται περί πτωση δ΄ ως εξής:

«δ) η κοινοπραξία που κατασκευάζει ακίνητο με το σύ στημα της αντιπαροχής, καθώς και η κοινωνία που κατα σκευάζει ακίνητο σε οικόπεδο ή αγροτεμάχιο που ανήκει στα μέλη της, για τις παραδόσεις και αυτοπαραδόσεις που διενεργούνται από τα μέλη τους, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 41 προστί θεται εδάφιο που έχει ως εξής:

«Αν κατά την διάρκεια διαχειριστικής περιόδου συντρέξει μία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής, οι αγρό τες, από την επόμενη διαχειριστική περίοδο, στερούνται του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.»

3. Η παράγραφος 7 του άρθρου 41 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Οι αγρότες μπορούν να μετατάσσονται από το ειδι κό καθεστώς του άρθρου αυτού στο κανονικό με δήλωσή τους που υποβάλλεται στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ..
Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, η δήλωση υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη αυτής και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας.
Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου, ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη της επόμενης από τη μετά ταξη διαχειριστικής περιόδου.
Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φό ρου στο ειδικό καθεστώς αγροτών μπορεί να πραγματο ποιηθεί μόνο από την έναρξη διαχειριστικής περιόδου με υποβολή δήλωσης στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη αυτής.»

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 41 αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να συντάσ σουν, σε θεωρημένες από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. καταστάσεις, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη μετάταξη, απογραφή που να περιλαμβάνει:».

5. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν συντρέχουν οι προϋπο θέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.»

 

 

¶ρθρο 22
Ρύθμιση θεμάτων ανταλλακτικών συμβάσεων


1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 155 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«΄Oταν συνάπτονται ανταλλακτικές συμβάσεις μεταξύ των πάσης φύσεως μέσων ενημέρωσης για την αμοιβαία διαφημιστική προβολή τους, οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι, καθώς και οι λοιπές επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου και τρίτων υπολογίζονται με βάση την τιμή του τιμολογίου,  όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση τυχόν χορηγού μενης έκπτωσης από τις τιμές του ειδικού τιμοκαταλόγου.
Στην περίπτωση αυτή, η έκπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) της αξίας του τιμοκα ταλόγου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ μόζονται για συμβάσεις που συνάπτονται από 1.1.2007 και μετά.
Για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου λαμβά νονται οι εκπτώσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τα εκ δοθέντα στοιχεία και έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία των επιχειρήσεων.

 

 

¶ρθρο 23
Ρύθμιση χρεών Τράπεζας της Ελλάδος


Καταλογισμοί οι οποίοι επιβλήθηκαν σε βάρος της Τρά πεζας της Ελλάδος Α.Ε. ως Α΄ υπόλογου του Ελληνικού Δημοσίου κατά τα έτη 1975−2004 και αφορούν εξοφλήσεις χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής (ΧΕΠ) ετών 1956 1987 κατά το μέρος που δεν έχουν τακτοποιηθεί μέχρι την ισχύ του παρόντος, αίρονται, και τα ποσά που έχουν κατα λογισθεί και βεβαιωθεί διαγράφονται οίκοθεν με πράξεις του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών.
Το ανωτέρω εδάφιο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, ενώ πιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, δίκες και θεωρείται ότι η Τράπεζα υπέβαλε εμπροθέσμως τα νόμιμα δικαιολογητικά απόδοσης λογαριασμού. Τυχόν εκκρεμείς διαδικασίες κα ταλογισμού για την ίδια αιτία καταργούνται.
Ποσά που έχουν καταβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ή συμψηφισθεί για την ίδια αιτία επιστρέφονται επιφυλασ σομένων των διατάξεων περί παραγραφής.

 

 

¶ρθρο 24
Τελωνειακές διατάξεις


1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ265 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η τελωνειακή υπηρεσία είναι αρμόδια για τον έλεγχο των ρευστών διαθεσίμων που κομίζονται από πρόσωπα τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα στα πλαίσια της εφαρμογής κοινοτικών ρυθμίσεων. Με απόφα ση του Υπουργού Οικονομίας και Oικονομικών καθορίζεται η διαδικασία ελέγχου εισόδου – εξόδου στην Κοινότητα των ρευστών διαθεσίμων, το είδος της δήλωσης που θα υποβάλλεται, καθώς και κάθε άλλη ειδικότερη διαδικασία εφαρμογής.»

2. Στο άρθρο 147 του ν. 2960/2001 προστίθεται παράγρα φος 8 ως ακολούθως:

«8. Για τη μη υποβολή δήλωσης περί ρευστών διαθεσίμων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Καν. (ΕΚ) 1889/2005 επιβάλλε ται στον υπαίτιο χρηματικό πρόστιμο ίσο με το 25% του ποσού των μη δηλωθέντων.
Το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται και στις περιπτώσεις ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης των παρεχόμενων πλη ροφοριών, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην πα ράγραφο 2 του άρθρου 3 του Καν.1889/2005.

Σε κάθε περίπτωση το ως άνω πρόστιμο παρακρατείται από τα ρευστά διαθέσιμα και η προθεσμία της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την είσπραξη του προστίμου.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης του άρθρου 3 του εν λόγω Κανονισμού, η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή επιπλέον δύναται, με απόφασή της, να δεσμεύσει τα ρευστά διαθέσιμα προκειμένου να πραγμα τοποιηθεί περαιτέρω έρευνα.
Η δέσμευση αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει πέραν των τριών (3) μηνών και τελεί υπό την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.»

3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 158 του ν. 2960/2001 προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

«Επίσης, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται, εάν η λα θρεμπορία διεπράχθη από πρατηριούχους ενεργειακών προϊόντων, εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οδηγούς και ιδιοκτήτες οχημάτων μεταφοράς υγρών καυσίμων, κα τέχοντες αποθηκευτικούς χώρους (δεξαμενές), πλοιάρχους και ιδιοκτήτες δεξαμενοπλοίων (σλεπίων), επιχειρήσεις λι ανικής εμπορίας ενεργειακών προϊόντων.»

4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ265 Α΄) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Επιβατικά αυτοκίνητα που παραλαμβάνονται ή έχουν παραληφθεί ατελώς με τις διατάξεις των αναπήρων και ζη τείται η αποδέσμευσή τους από το καθεστώς της ατέλειας μετά την παρέλευση πενταετίας και μέχρι τη συμπλήρωση επταετίας από τον τελωνισμό τους, υποβάλλονται στο τρι άντα τοις εκατό (30%) του τέλους ταξινόμησης, το οποίο θα υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές της περίπτω σης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 121 του παρόντος Κώδικα. Μετά την παρέλευση της επταετίας δεν οφείλεται τέλος ταξινόμησης.»

 

 

¶ρθρο 25
¶λλες διατάξεις

 

1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 25 του Κώδικα Φορολο γίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν.2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄), προστίθεται περίπτωση η΄ που έχει ως ακολούθως:

«η) Η κληρονομία η οποία περιέρχεται σε σύζυγο, τέκνα, γονείς ή αδέλφια στρατιωτικού, κατά τον ορισμό της πα ραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν.2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄), που απεβίωσε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας, σε εκτέλεση υπηρεσίας και εξαιτίας αυτής.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ μόζονται στις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2005.
3. Μετά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 11 του κανονι στικού διατάγματος της 26.6. − 10.7.1944 (ΦΕΚ 139 Α΄) «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν.3514/2006 (ΦΕΚ 266 Α΄), προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

«Εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών και τελω νειακών διαφορών στις προθεσμίες για την άσκηση προ σφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου.»

4. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν.3193/2003 (ΦΕΚ 226 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

«δ. Εταιρείες, των οποίων το σύνολο των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων ανήκουν σε Ίδρυμα ημεδαπό ή αλλοδαπό, εφόσον αποδεδειγμένα επιδιώκει στην Ελλάδα κοινωφελείς σκοπούς.»

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του ν.4459/1965 (ΦΕΚ 35 Α΄) καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος.

6. Ο συντελεστής παρακράτησης που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος μειώνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε δέκα τοις εκατό (10%).

 

 

¶ρθρο 26


1. Στο άρθρο 3 του ν. 3049/2002 «Αποκρατικοποίηση επι χειρήσεων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 212 Α΄) προστίθεται νέα παράγραφος 5 με το εξής περιεχόμενο:

«5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ανατίθεται στον Γενικό Γραμματέα Δημο σιονομικής Πολιτικής η παράλληλη άσκηση των καθηκό ντων του Ειδικού Γραμματέα Αποκρατικοποιήσεων, χωρίς πρόσθετες αποδοχές.»

2. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του ίδιου άρθρου αναριθμού νται σε 6, 7 και 8 αντιστοίχως.
3. Στο τέλος της παραγράφου 8 προστίθεται εδάφιο με το εξής περιεχόμενο:

«Στην περίπτωση παράλληλης άσκησης των καθηκόντων του Ειδικού Γραμματέα Αποκρατικοποιήσεων από τον Γε νικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής κατά την πα ράγραφο 5, στη θέση του προηγούμενου εδαφίου δύναται να τοποθετείται μετακλητός υπάλληλος με βαθμό 2ο της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων του άρθρου 76 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄) (Υπαλληλικού Κώδικα).»

 

¶ρθρο 27
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:

α. Του άρθρου 4 για υποθέσεις που επιλέγονται για έλεγ χο από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και για υποθέσεις που έχουν ήδη επιλεγεί για έλεγχο και έχουν εκδοθεί οι οικείες εντολές ελέγχου κατά την ανωτέρω ημερομηνία αλλά δεν έχει γίνει θεώρηση των βιβλίων και στοιχείων κατά την ημερομηνία αυτή.
β. Του άρθρου 5 για επιτηδευματίες με έναρξη δραστη ριότητας από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ. Του άρθρου 21 παράγραφος 1 για πράξεις που διενερ γήθηκαν από 1.1.2006 και μετά.
δ. Των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρό ντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφη μερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.